λάχνης

λάχνης
λάχνη
soft woolly hair
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαχνήεις — λαχνήεις, συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, εσσα, εν (Α) [λάχνη] 1. τριχωτός, δασύτριχος, μαλλιαρός («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», Ομ. Ιλ.) 2. χνουδωτός, απαλός …   Dictionary of Greek

  • Δωριανός, Ιωάσαφ — (16ος αι.).Κωδικογράφος και λόγιος ιεροδιδάσκαλος. Καταγόταν από την Κρήτη. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης Λαχνής. Υπήρξε δάσκαλος του Μάξιμου Μαργούνιου και φίλος του Μελέτιου Πηγά. Έγραψε διδαχές και ερμηνείες που σώζονται στον κώδικα 32… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”